- ισχυρόφρων
- ἰσχυρόφρων, ό, ἡ (Α)αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, ο γενναίος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γενναιό-φρων, σώ-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσχυρόφρων — strong minded masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρόφρονα — ἰσχυρόφρων strong minded masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχυρόφρονος — ἰσχυρόφρων strong minded masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek